- ραβδίζω
- μετ.1) бить, избивать (палкой, тростью); 2) сбивать шестом (плоды, фрукты)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ῥαβδίζω — beat with a rod pres subj act 1st sg ῥαβδίζω beat with a rod pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ραβδίζω — ῥαβδίζω ΝΜΑ [ῥάβδος] 1. χτυπώ κάποιον με ράβδο, δέρνω με το ραβδί, ξυλοκοπώ 2. (σχετικά με δέντρα) ρίχνω κάτω τους καρπούς τινάζοντας ή χτυπώντας τα κλαδιά με ειδική ράβδο, τη ραβδιστήρα («ῥαβδίζειν ἐλάας», θεόφρ.) 3. (σχετικά με σιτηρά)… … Dictionary of Greek
ραβδίζω — ραβδίζω, ράβδισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ραβδίζω — ισα, ίστηκα, ισμένος 1. χτυπώ με ραβδί, ξυλίζω: Παλιότερα στα σχολεία ράβδιζαν τους αμελείς ή άτακτους μαθητές. 2. χτυπώντας με ραβδί ρίχνω κάτω τους καρπούς δέντρου: Ο γεωπόνος τούς έλεγε να μη ραβδίζουν τα ελαιόδεντρα για να μαζέψουν τις ελιές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐρραβδίσθην — ῥαβδίζω beat with a rod plup ind mp 3rd dual ῥαβδίζω beat with a rod aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) ῥαβδίζω beat with a rod aor ind pass 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥαβδίσει — ῥαβδίζω beat with a rod aor subj act 3rd sg (epic) ῥαβδίζω beat with a rod fut ind mid 2nd sg ῥαβδίζω beat with a rod fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐραβδίσθην — ῥαβδίζω beat with a rod aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) ῥαβδίζω beat with a rod aor ind pass 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥαβδισθέντα — ῥαβδίζω beat with a rod aor part pass neut nom/voc/acc pl ῥαβδίζω beat with a rod aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥαβδίζουσι — ῥαβδίζω beat with a rod pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ῥαβδίζω beat with a rod pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥαβδίζουσιν — ῥαβδίζω beat with a rod pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ῥαβδίζω beat with a rod pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρραβδίσθη — ῥαβδίζω beat with a rod aor ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)